ἡμιόδιον

ἡμιόδιον
ἡμι-όδιον,
A semita, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ημιόδιος — ἡμιόδιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει διανύσει το μισό τού δρόμου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + όδιος (< οδός), πρβλ. εισ όδιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”